- χειλοτένων
- χειλοτένων, οντος, ὁ, epith. of crabs, Batr.297.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειλοτένων — οντος, ὁ, Α ονομασία τού κάβουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + τένων «άκρο, αυχένας»] … Dictionary of Greek
χειλοτένοντες — χειλοτένων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)